ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΟ
ΚΑ ΑΘΗΝΑ ΣΧΟΙΝΑ
[An
English
translation of the review follows below] by
Costas Kalimeris
“Λέμε
ότι εμείς οι θεωρητικοί (τεχνοκριτικοί),
όταν το έργο φτάνει στην αίθουσα της
έκθεσης περιττεύει ο δικός μας λόγος
γιατί το έργο αγγίζει τις δικές σας
αισθήσεις και τον δικό σας στοχασμό.
Αυτό είναι το ζητούμενο μέσα από τις
περίτεχνες διατυπώσεις στα έργα του
αυτό επιδιώκει ο δημιουργός. Εν πάση
περιπτώσει συνήθως εμείς διευκολύνουμε
στο να φωτίσουμε έναν δρόμο, εσείς
μπορείτε να βρείτε και τους βηματισμούς
και τους τρόπους να το προσεγγίσετε και
να ομιλήσετε μαζί του, με τους χιλιάδες
τρόπους που υποβάλλει ένα έργο τέχνης.
Ο Manuel
είναι ένας καλλιτέχνης δεξιοτέχνης, θα
έλεγα “μάγος” του μαρμάρου. Το γνωρίζει
όσο ελάχιστοι, άλλα δεν αφήνεται πάνω
στην ευχέρεια που έχει. Το δικό του
ιδίωμα είναι σουρεαλιστικό, δίνει φόρμες
ρευστές αενάως κινούμενες, τις περιελίσσει
από άξονες συμμετρίας με ένα λυρισμό
και με ένα σαρκαστικό τόνο, με ένα χιούμορ
και με πραγματικά μία διάθεση να φωτίζει
την εσωτερική όψη των πραγμάτων, την
“anima
rerum”
(την ψυχή των πραγμάτων) όπως έλεγαν οι
Λατίνοι.
Επιλέγει
διαφορετικές τεχνοτροπίες χρωματισμού
και ασύμβατα υλικά. Αναφορικά, φυσικά
πετρώματα τα συνδυάζει με το μέταλλο,
γυαλί το συνδυάζει με μάρμαρο ή συμπαγή
κομάτια, υλικά μέσα από τα οποία ο
μαρμαρογλύπτης λειτουργεί σαν χαλκοχύτης.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ τους:
ο μαρμαρογλύπτης αφαιρεί όγκο μέχρι να
’ρθει στην τελική φάση του έργου. Ο
χαλκοχύτης σχεδιάζει και επιμένει στις
λεπτομέρειες, περνάει την φόρμα του σε
κερί, είναι μια παλιά μέθοδος η cire
perdue,
αναποδογυρίζει το κερί και την θέση του
τελικά την παίρνει ο χαλκός. Λεμε λοιπόν
ότι ο δημιουργός επιμένει στην Πλαστική
Τέχνη και διαχωρίζει την μαρμαρογλυπτική
απ' αυτήν την αντίληψη της χαλκοχυτικής
φιλοσοφίας, δηλαδή της προσέγγισης του
υλικού στο να δίνει διακεκριμένες
λεπτομέρειες. Γιατί, τι άλλο κάνει ένα
έργο τέχνης από το να εκφράζει το ύφος,
τον χαρακτήρα, λεπτομέρειες, μία διάσταση
ζωής και τρόπους στοχασμού;
Ο Manuel
συνδυάζει και τις δύο τεχνικές μεθόδους
γιατί έχει την δυνατότητα να το κάνει.
Συνδυάζει την αντίληψη του μαρμαρογλύπτη,
που αντιλαμβάνεται τους όγκους γνωρίζει
τα νερά, την ανθεκτικότητα, πώς θ'αγγίξει
το κάθε υλικό και πώς θα του συνομιλήσει,
και από την άλλη με την χαλκοχυτική
φιλοσοφία, επειδή ακριβώς διαθέτει την
ευχέρεια, όπως είπα προηγουμένως, να
γνωρίζει όσο ελάχιστοι την Πλαστική
Τέχνη. Τονίζει τις λεπτομέρειες, όχι
για να επιβραβευθεί το τι μπορεί να
καταφέρει, γιατί τότε χάνει το νόημα
του ο καλλιτέχνης, αλλά για να μπορέσει
να μας δώσει μέσα από αυτές την βεβαιότητα
και την ασφάλεια μας, η οποία ωστόσο
αίρεται από τη διάσταση του σουρεαλισμού,
δηλαδή δημιουργεί όψεις του εξωτερικού
κόσμου που συνδέονται με μηχανισμούς
της ψυχικής μας ενδοχώρας. Γιατί τι
σημαίνει άραγε ένα περίοπτο βιολί το
οποίο περιελίσσεται; Είναι σαν να
περιελίσσεται ο ίδιος ο ήχος γύρω από
τους άξονες του. Τι σημαίνουν άραγε ένα
πρόσωπο, μία χειρονομία ή ένα μάτι, μία
καρικατούρα προσώπου; Μας μεταδίδουν
την αίσθηση ενός μορφασμού που αντανακλά
την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου, μίας
persona,
μίας μάσκας. Η persona
ήταν λατινικός όρος, σημαίνει το προσωπείο
(μάσκα), διαμέσου του οποίου η εσωτερική
ηχώ μπορεί να ακουστεί.
Επομένως,
o
Manuel,
συνδυάζει κατάλοιπα από την αρχαιότητα
με ανθρώπινα προσωπεία (μάσκες), με
χειρονομίες, με μουσικά όργανα, με
λεπτομέρειες που άλλοτε τις διαστέλλει
και τις μεγενθύνει και άλλοτε τις
σμικρύνει, μας δίνει τον μικρό και τον
Μέγα κόσμο που μεταφέρουμε μέσα μας,
και μπορεί κάποιος μέσα από τις ενοράσεις
που έχει την ώρα που στοχάζεται να
διαισθανθεί το σύμπαν του οποίου είμαστε
μέρος.
Εδώ σε
αυτήν την έκθεση συνδυάζονται η γλυπτική
και η ζωγραφική. Μέσα από φόρμες και
εμπειρίες σου δίνεται η αίσθηση σαν να
ξεφλουδίζει το χρώμα ενός τοίχου ή τις
σελίδες του χρόνου. Ο Manuel
περνά από την μία διάσταση στην άλλη.
Τα αποτυπώματα των μορφών του, παραστατικά
και ρεαλιστικά, ειναι σαν να προβάλλονται
αίφνης, λες και είναι η ώρα να εξαφανιστούν.
Έχουν κάτι το εφήμερο, το ακριβές, το
καθαρό, το σαφές, αλλά ταυτοχρόνως και
αίολο. Έτσι, λοιπόν, το έργο του μας δίνει
όλη αυτήν την μεταβλητότητα της ζωής
και, αντιθέτως, πολύτιμα στοιχεία και
μακρινά, τα κάνει οικεία και απτά προς
εμάς.
Θα ήθελα να δείτε
αυτήν την έκθεση με τον τρόπο που εσείς
επιθυμείτε γιατί πάνω από όλα η τέχνη
είναι ελευθερία, εμείς απλώς φωτίζουμε
κάποιους δρόμους και πιστεύω πως στην
δική σας ψυχή θα πει ενδεχομένως πολύ
περισσότερα πράγματα.
Σας ευχαριστώ.”
Αθηνά
Σχοινά,
Κριτικός
Τέχνης.
[Ακολουθεί
Αγγλική μετάφραση]
By Ms ATHENA SCHOINA, Art Critic
We theorists (art critics) say
that when a work of art reaches the exhibition hall, our discourse is
redundant because the work is addressed to your senses and your
contemplation. This is the desideratum which the creator strives for
through his elaborate formulations in his works. In any case, we
critics usually facilitate things by lighting a path; you can find
your own walk on that path and your own way to approach and converse
with that work of art, out of the thousands which a work of art
propounds.
Manuel is a virtuoso artist, a
“wizard” of marble, I would say. He knows marble like very few
people do, but does not surrender himself to his facility with it.
His idiolect is surrealistic, it yields fluid forms which are
eternally in motion. He coils his forms around axes of symmetry with
a lyricism and a sarcastic tone, with humour and, indeed, with a
disposition towards illuminating the inner aspect of things, the
anima rerum (the soul of things), like the Romans used to say.
He chooses different coloring
styles and materials which are incompatible with each other: he
combines natural rocks with metal; he combines glass with marble or
solid pieces, materials
through which the sculptor acts as a copper caster. There is a great
difference between the two: the sculptor extracts volume until he
gets to the final phase of the work; the copper caster designs and
insists upon details, he passes his form on to wax (cire
perdue is a very
old method), he turns the wax upside-down, the wax’s place
eventually being taken by copper. We say, then, that this creator
insisits upon the Plastic Art and disociates marble sculpture from
the philosophy of coper casting, that is, from approaching the
material in order to give prominent details. Because, what else, if
anything, does a work of art do other than express the style, the
character, details, a dimension of life and ways of thinking?
Manuel combines both these
technical methods because he has the ability to do so. He combines
the perception of the marble sculptor (who perceives volume, knows
the material’s grain, its durability, how to touch each material,
how he will converse with it) with the philosophy of the copper
caster, precisely because, as I said earlier, he has the facility to
know the Plastic Art like few people do. He accentuates details, not
to cause one to say “Goodness, how much he can achieve!” (because
then the artist loses his meaning), but in order to give through
these details a precision which creates in us a sense of certainty
and security, while, at the same time, raising that
sense through
the dimension of surrealism; that is, he creates aspects of the
outside world which are connected to mechanisms of our psychic
hinterland. Because what, I wonder, does a conspicuous violin that
twines mean? It is as if sound itself twines around its own axes.
What, I wonder, do a face, a gesture, an eye or a facial caricature
mean? They convey to us the sensation of a grimace that reflects the
emotional state of an individual, of a persona, of a mask. (persona
was a Latin term, denoting a facial mask through which inner
reverberation can be heard.)
Therefore, Manuel, combining
remnants from antiquity with human facial masks, with gestures, with
musical instruments, with details which he enlarges and magnifies or
which, at other times, he diminishes, gives us the microcosm and the
Macrocosm which we carry around within us, the universe which,
through the insights we have during our ruminations, we can sense we
are a part of.
Here at this exhibition,
sculpture and painting are combined. Through forms and experiences, a
sensation of peeling is given, as if the colour peels off a wall, or
off the pages of Time. Manuel passes from one dimension to the other.
The imprints of his forms, vivid and realistic they are suddenly
projected as if only to vanish a
little later. There is something transient about them, something
precise, clear, definite, but, at the same time, agile. Thus, his
work conveys the entire mutability of life and, at the same time,
renders valuable and remote elements familiar and tangible to us.
I would like you to see this
exhibition in the way you personally wish, because, above everything,
art is freedom. We simply light some paths. It is my belief that this
exhibition will speak to your soul many more things.
Thank you.
Athena Schoina,
Art Critic.